τραγελαφικός

τραγελαφικός
-ή, -ό, Ν
όμοιος με τραγέλαφο, αφύσικος, αλλόκοτος («τραγελαφική κατάσταση»).
επίρρ...
τραγελαφικά Ν
με τραγελαφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγέλαφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγελαφικός — ή, ό όμοιος με τραγέλαφο (βλ. λ.), τερατώδης, αφύσικος, αλλόκοτος: Τραγελαφικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”